- άρχοντας
- Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή τρεις ευγενείς: τον ά.-βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο ά.,που ήταν ο σημαντικότερος. Ίσως η κατάσταση αυτή να διαμορφώθηκε μόνο τον 9o αι. π.Χ., όταν η τάξη των ευγενών ήταν παντοδύναμη. Ο τίτλος βασιλιάς διατηρήθηκε για ιστορικούς λόγους, γιατί δεν είχε ειδικό περιεχόμενο·τα καθήκοντα του ά.-βασιλιά ήταν θρησκευτικά. Υπάρχει η άποψη ότι στην αρχή ήταν ισόβιος και προερχόταν από το μεγάλο γένος των Μεδοντιδών. Ο πολέμαρχος καταγινόταν με τα στρατιωτικά. Σημαντικότερος ήταν ο επώνυμος ά., ένα είδος πρωθυπουργού, που κατείχε τα κλειδιά του δημόσιου θησαυρού και έδινε το όνομά του στο έτος της εξουσίας του. Κατάλογοι επώνυμων α., σπουδαίο στοιχείο για τη χρονολογία στην αρχαία Αθήνα, είναι γνωστοί από το 686 π.Χ. Από τότε αλλάζουν κάθε χρόνο· προηγουμένως η θητεία τους φαίνεται πως ήταν δεκαετής.
Τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπισε η Αθήνα τον 7o αι. (μεταβολές στην οικονομική και κοινωνική διάρθρωση, ενδυνάμωση των λαϊκών τάξεων, απαίτηση καταγραφής των νόμων κ.ά.) οδήγησαν, στα μέσα του αιώνα, στην προσθήκη έξι ακόμα α., των θεσμοθετών, οι οποίοι είχαν καθήκον την καταγραφή και εφαρμογή των νόμων που είχε επιβάλει η συνήθεια·ανέλαβαν επίσης την παρακολούθηση της δικαιοσύνης που έως εκείνη την εποχή την είχαν οι οικογένειες των ευγενών. Θεσμοθέτης ήταν ο Δράκων, που έκανε την πρώτη κωδικοποίηση των νόμων (624 π.Χ.). Όταν τελείωνε επιτυχώς η θητεία τους, οι εννέα ά. έμπαιναν στον Άρειο Πάγο.
O Σόλων δεν άλλαξε αυτή τη διάρθρωση. Με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη προστέθηκε και δέκατος ά. και έτσι ο αριθμός των α. ήταν αντίστοιχος με τον αριθμό των φυλών. Έως το 487 π.Χ. οι ά. έβγαιναν με κλήρο από την πλουσιότερη τάξη· από τότε μπορούσαν να εκλεγούν και από τη δεύτερη τάξη, ενώ από το 457 π.Χ. κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να εκλεγεί ά. Η εξουσία όμως των α. είχε εξασθενήσει σχεδόν από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Η καινούργια αρχή ήταν οι δέκα στρατηγοί.
* * *ο (θηλ. αρχόντισσα, η) (AM ἄρχων, [-οντος])1. ο ηγεμόνας ή ο κυβερνήτης («ἄρχων», «ἄρχων Ασίας», Αισχ.) (παροιμ., «Το βλάχο κάναν άρχοντα κι αυτός γύρευε ρείκια» — για νεόπλουτο ή κάποιον που ανέβηκε σε αξίωμα χωρίς να το αξίζει και όμως δεν ξεχνά τις παλιές του συνήθειες)2. ο αξιωματούχος, αυτός που κατέχει κάποιο υψηλό αξίωμαμσν.- νεοελλ.1. ο ευγενής, ο προύχοντας2. η σημαίνουσα προσωπικότητα3. ο πλούσιος4. ο ιδιοκτήτης, ο κύριος5. ως επίθ. «η άρχουσα τάξη» — η ανώτερη τάξη οικονομικά, πολιτικά είτε κοινωνικάνεοελλ.1. (σε τιμητική προσφώνηση) «άρχοντα μου»2. ο σύζυγος (αρχόντισσαη σύζυγος)3. οι αρχόντισσεςοι νεράιδεςμσν.1. ανώτατος κρατικός ή εκκλησιαστικός λειτουργός2. δικαστής3. άγγελος ή διάβολος («ὁ ἄρχων τοῡ κόσμου τούτου» — ο Σατανάς)αρχ.πληθ.1. οι εννέα άρχοντες των Αθηνών2. οι έφοροι της Σπάρτης3. τίτλος των Ρωμαίων υπάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρχων είναι ουσιαστικοποιημένη μτχ. του ρ. άρχω, αντικατέστησε δε στην ιων. αττ. τον τ. άρχος* (πρβλ. και προύχων, προύχοντας < προέχω, προεστός < προεστώς < προΐσταμαι κ.λπ.).ΠΑΡ. αρχοντικόςμσν.αρχοντιώμσν.- νεοελλ.αρχονταίνω, αρχοντάρης, αρχοντεύω, αρχοντία (-ιά)νεοελλ.αρχοντιλίκι, αρχοντόπουλο, άρχος.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρχοντάνθρωπος, αρχοντογενιά, αρχοντογεννημένος, αρχοντογυναίκα, αρχοντοθυγατέρα, αρχοντοθρεμμένος, αρχοντοκαμωμένος, αρχοντοκόρη, αρχοντολόι, αρχοντομαθαίνω, αρχοντονιός, αρχοντονοικοκύρης, αρχοντοξεπεσμένος, αρχοντοπαίδι και -παιδο, αρχοντοπιάνομαι, αρχοντόσπιτο, αρχοντοχωριάτης].
Dictionary of Greek. 2013.